- θρασυχειρ
- θρασύχειρθρᾰσύ-χειρ-χειρος adj. со смелой рукой, отважно борющийся
(Ἄρεος πρόμος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ἄρεος πρόμος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θρασύχειρ — θρασύχειρ, ος, ὁ, ἡ (Α) 1. δυνατός στα χέρια, χεροδύναμος 2. (για πυγμαχία) βίαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + χειρ (< χειρ), πρβλ. αυτό χειρ, μονό χειρ] … Dictionary of Greek
θρασύχειρ — bold of hand masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασύχειρα — θρασύχειρ bold of hand masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασύχειρος — θρασύχειρ bold of hand masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυ- — πρώτο συνθετικό λέξεων κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής και λίγων τής Μεσαιωνικής και Νέας, το οποίο χαρακτηρίζει το β συνθετικό με τις σημασίες: α) θαρραλέος, τολμηρός, ανδρείος πρβλ. θρασύπονος αρχ. θρασύβουλος, θρασύγυιος, θρασυεργός, θρασύθυμος,… … Dictionary of Greek
θρασύχειρος — θρασύχειρος, ὁ (Α) θρασύχειρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + χειρος (< χειρ), πρβλ. εξά χειρος, ιδιό χειρος] … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek